θεμελιωτικός

θεμελιωτικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη θεμελίωση: Θεμελιωτικά έργα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεμελιωτικός — ή, ό (AM θεμελιωτικός, ή, όν) [θεμελιωτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεμελίωση, αυτός που γίνεται για θεμελίωση («θεμελιωτικά έργα») μσν. μτφ. βασικός, ουσιώδης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό θεμελιωτικόν η δύναμη τής θεμελίωσης. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”